θλίψεις

θλίψεις
θλί̱ψεις , θλίβω
squeeze
aor subj act 2nd sg (epic)
θλί̱ψεις , θλίβω
squeeze
fut ind act 2nd sg
θλί̱ψεις , θλῖψις
pressure
fem nom/voc pl (attic epic)
θλί̱ψεις , θλῖψις
pressure
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άλυπος — (5ος – 4ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και χαλκουργός από τη Σικυώνα, μαθητής του Ναυκύδη. Από τα έργα του συμπεραίνεται ότι άκμασε μεταξύ 420 380 π.Χ. Κατασκεύασε χάλκινους ανδριάντες ναυάρχων, συμμάχων του Λύσανδρου στη ναυμαχία του εναντίον των… …   Dictionary of Greek

  • απαισιοδοξία — Στάση απέναντι στη ζωήπου εκφράζεται με το να αντιμετωπίζει κανείς τα πάντα από την κακή τους όψη.Λέγεται και πεσιμισμός, από τη λατινική λέξη pessimus που σημαίνει χείριστος, κάκιστος. Ως φιλοσοφική θεωρία, αντίθετα μετην αισιοδοξία (οπτιμισμός) …   Dictionary of Greek

  • δύσφορος — δύσφορος, ον (AM) 1. οχληρός, ενοχλητικός 2. βραδυκίνητος («δύσφορα τὰ σώματα ἀπεργάζοιντο», Πλούτ.) αρχ. 1. (για τροφή) δύσπεπτος 2. αυτός που έχει κακή σοδειά, άγονος («δύσφορος χώρα») 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ δύσφορα κακά, θλίψεις μσν. το …   Dictionary of Greek

  • επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… …   Dictionary of Greek

  • επώδυνος — η, ο (AM ἐπώδυνος, ον) οδυνηρός, γεμάτος οδύνη («ἐπώδυνα τραύματα», Αριστοφ.) μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπώδυνα οδύνες, θλίψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οδύνη. Το ω λόγω τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… …   Dictionary of Greek

  • θλίψη — και χλίψη, η (ΑΜ θλῑψις) [θλίβω] 1. πίεση, συμπίεση, σύνθλιψη, ζούλημα 2. λύπη, οδύνη, ψυχικός πόνος, στενοχώρια νεοελλ. 1. στείψιμο, ξεζούμισμα 2. φυσ. μηχανική καταπόνηση, που υποβάλλει ένα υλικό σε αυξημένη πίεση και, συνεπώς, προκαλεί μείωση… …   Dictionary of Greek

  • θυμοβορώ — θυμοβορῶ, έω (Α) [θυμοβόρος] κατατρώγω, φθείρω την καρδιά («πεφύλαξο... ἀλεύασθαι... ἄλγεα θυμοβορεῑν» πρόσεξε να εμποδίζεις τις θλίψεις να σού φθείρουν την καρδιά, Ησίοδ.) …   Dictionary of Greek

  • κακοπάθεια — και κακοπάθια και κακοπαθιά, η (AM κακοπάθεια, Α και κακοπαθία, Μ και κακοπαθεία) [κακοπαθής] το να κακοπαθεί κάποιος, κακουχία, ταλαιπωρία, αθλιότητα («τοῡ γηραιοῡ... τὴν ἀπροσδόκητον κακοπάθειαν», Αντιφ.) νεοελλ. 1. διαβίωση γεμάτη στερήσεις,… …   Dictionary of Greek

  • κακουχώ — (AM κακουχῶ, έω) 1. υποβάλλω κάποιον σε κακουχίες, κακομεταχειρίζομαι, ταλαιπωρώ, βασανίζω 2. παθ. κακουχούμαι, έομαι κακοποιούμαι, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι νεοελλ. μσν. υπόκειμαι σε στερήσεις και θλίψεις, υποφέρω, τυραννιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”